- υποαλδοστερονισμός
- ο, Νιατρ. μειωμένη έκκριση αλδοστερόνης από τα επινεφρίδια, που εμφανίζεται επί πρωτοπαθούς ανεπαρκείας τής φλοιώδους ουσίας τών επινεφριδίων και συνοδεύεται κατά κανόνα από μείωση τής έκκρισης υδροκορτιζόνης.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. hypoaldosteronisme].
Dictionary of Greek. 2013.